- εφιδρωτικός
- η , ό[ν] потогонный;
εφιδρωτικό φάρμακο — потогонное средство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφιδρωτικό φάρμακο — потогонное средство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφιδρωτικός — ή, ό [εφιδρώνω] αυτός που επιφέρει εφίδρωση, ο ιδρωτικός («εφιδρωτικό φάρμακο») … Dictionary of Greek
εξιδρωτικός, -ή — ό 1. που προκαλεί εξίδρωση (βλ. λ.), εφιδρωτικός, ιδρωτοποιός. 2. που προέρχεται από εξίδρωση, που οφείλεται σε εξίδρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)